- πανούργευμα
- -ατος τό N 3 0-0-0-0-3=3 Jdt 11,8; Sir 1,6; 42,18great deedsCf. CAIRD 1969=1972 138-139
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πανούργευμα — wonderful feats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανούργευμα — τὸ, Α [πανουργεύομαι] 1. πανούργημα*, πανουργία, δόλιο τέχνασμα 2. στον πληθ. τὰ πανουργεύματα (με καλή σημ.) θαυμαστά κατορθώματα … Dictionary of Greek
πανουργευμάτων — πανούργευμα wonderful feats neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύμασι — πανούργευμα wonderful feats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύμασιν — πανούργευμα wonderful feats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύματα — πανούργευμα wonderful feats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύματος — πανούργευμα wonderful feats neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)